ἐνώπια

ἐνώπια
ἐνώπια
face
neut nom/voc/acc pl
ἐνώπιος
facing
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ενώπια — ἐνώπια, τα (Α) 1. ο εσωτερικός τοίχος ενός οικοδομήματος που τόν συναντούσε απέναντί του ο εισερχόμενος («ἄρματα δ ἔκλιναν πρὸς ἐνώπια παμφανόωντα», Ομ. Ιλ.) 2. γενικώς οι τοίχοι τού οικοδομήματος 3. πιθ. πρόσοψη 4. (επιγρ. και στον ενικό)… …   Dictionary of Greek

  • ἐνώπι' — ἐνώπια , ἐνώπια face neut nom/voc/acc pl ἐνώπια , ἐνώπιος facing neut nom/voc/acc pl ἐνώπιε , ἐνώπιος facing masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνωπίοις — ἐνώπια face neut dat pl ἐνώπιος facing masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνωπίων — ἐνώπια face neut gen pl ἐνώπιος facing masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προνώπιος — ία, ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται έξω από τα ενώπια*, μπροστά από την είσοδο τού σπιτιού, έξω από το σπίτι 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ προνώπια ο χώρος μπροστά από την είσοδο τού σπιτιού, τα πρόθυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. προνώπιος διαφέρει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”